ξέπλεγμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεπλέκω: Τα μαλλιά της θέλουν ξέπλεγμα και χτένισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξέπλεγμα — το [ξεπλέκω] λύσιμο πλεγμένου πράγματος … Dictionary of Greek